- ἐκτίμησις
- ἐκτῑμ-ησις, εως, ἡ,A high esteem: estimation, Str.14.1.23, Porph.Abst.2.24.II valuation, PKlein.Form.78 (v/vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκτιμήσει — ἐκτίμησις high esteem fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκτιμήσεϊ , ἐκτίμησις high esteem fem dat sg (epic) ἐκτίμησις high esteem fem dat sg (attic ionic) ἐκτιμάω honour highly aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἐκτιμάω honour highly fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτίμησιν — ἐκτίμησις high esteem fem acc sg ἐκτιμάω honour highly pres ind act 3rd sg ἐκτί̱μησιν , ἐκτιμάω honour highly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή … Dictionary of Greek
ζώνησις — ζώνησις, ἡ (Α) 1. ζώνη 2. ζώσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογ. σχηματισμός σε ησις παράλληλα προς το κανονικό ζώσις κατά τα παράγωγα τών συνηρημένων ρημάτων σε άω/ έω (κίνησις, εκτίμησις κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek